- ορθός
- -ή, -ό1. κατακόρυφος, όρθιος, στητός: Πάει ο γαμπρός σαν αϊτός, ορθός, καμαρωμένος (Κρυστάλλης).2. αυτός που στέκεται στα πόδια, που δεν κάθεται, ούτε πλαγιάζει: Στάσου ορθός.3. αυτός που σχηματίζει γωνία 90°: Ορθή γωνία.4. μτφ., σωστός, αληθινός, λογικός: Ορθή κρίση, γνώμη, απόφαση.5. ως ουσ., ορθό, το το τελευταίο άκρο του παχιού εντέρου, αλλ. ορθό έντερο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.